- ξελιγώνω
- ξελίγωσα, ξελιγώθηκα, ξελιγωμένος1. προκαλώ λιγούρα, ζάλη, αναγούλα, κουράζω κάποιον: Με ξελίγωσε με την επιμονή του.2. το μέσ., ξελιγώνομαι νιώθω ζάλη από πείνα, κουράζομαι: Ξελιγώθηκα από πείνα.3. για γυναίκα, μεθώ, αποχαυνώνομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.